- πρωτόχνους
- -ουν, και πρωτόχνοος, -οον Ααυτός που έχει το πρώτο χνούδι («μετὰ τοῡτο καὶ πρωτόχνουν ἄνθος ἥβης», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -χνους (< χνόος / χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πολύ-χνους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.